- κάκιωμα
- τοτο αποτέλεσμα του κακιώνω, θυμός, κακία, χόλιασμα, δυσαρέσκεια: Μεταξύ φίλων δεν πρέπει να υπάρχει κάκιωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κάκιωμα — το [κακιώνω] η φιλονικία μεταξύ δύο φίλων ή γνωστών και η διαταραχή τών φιλικών σχέσεων που προέρχεται από αυτήν, ψύχρανση, δυσαρέσκεια … Dictionary of Greek
κάκια — και κακιά, η 1. έχθρα, εχθρότητα, μνησικακία, κάκιωμα («από τότε μού κρατάει κάκια») 2. ψυχρότητα μεταξύ πρώην φίλων, διαταραχή τών σχέσεων μεταξύ φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρ. κακίζω, υποχωρητικά] … Dictionary of Greek
θύμωμα — το, ατος 1. θυμός και ξέσπασμα θυμού: Φοβούμαι το θύμωμά του. 2. διακοπή σχέσεων μεταξύ φίλων, κάκιωμα: Θα του περάσει το θύμωμα και θα μας μιλήσει πάλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χόλιασμα — το, ατος χολή, δυσαρέσκεια, κάκιωμα: Θα του περάσει το χόλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)